Project Description
Ρήξη πρόσθιου χιαστού
Ένας από τους πιο συχνούς αθλητικούς τραυματισμούς
Η ρήξη πρόσθιου χιαστού είναι ο πιο συνηθισμένος αθλητικός τραυματισμός στο γόνατο.
Συμβαίνει σε ανθρώπους που ασχολούνται με αθλήματα όπως ποδόσφαιρο, μπάσκετ κλπ. χωρίς βέβαια να αποκλείεται να είναι ακόμα και αποτέλεσμα ατυχήματος.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΣΘΙΟΣ ΧΙΑΣΤΟΣ?
Ο Πρόσθιος Χιαστός Σύνδεσμος βρίσκεται στο κέντρο της άρθρωσης του γόνατος και συνδέει το πίσω έξω μέρος του μηρού με το πρόσθιο μέρος της κνήμης.
Ο πρόσθιος χιαστός μαζί με τον οπίσθιο χιαστό, τον έσω πλάγιο και τον έξω πλάγιο, είναι βασικός σταθεροποιητής του γόνατος.
Ο ρόλος του είναι να αποτρέπει την κνήμη από το να ολισθήσει μπροστά σε σχέση με το μηρό – στην πραγματικότητα παρέχει κατά 90% τη σταθερότητα σε ένα γόνατο. Διασχίζει διαγώνια την άρθρωση και συνδέει το πίσω μέρος της βάσης του μηριαίου οστού με το πάνω μέρος της κνήμης.
ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ Η ΡΗΞΗ ΠΡΟΣΘΙΟΥ ΧΙΑΣΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ;
- Όταν ο αθλητής κάνει απότομη αλλαγή στην ταχύτητα του, με ταυτόχρονη αλλαγή κατεύθυνσης (στροφή του κορμού). Αυτή η βίαιη στροφή του γόνατος μπορεί να προκαλέσει μερική ή ολική ρήξη του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, η οποία συνοδεύεται με ένα χαρακτηριστικό κρακ, συνήθως πολύ έντονο πόνο και αίσθηση απώλειας της ισορροπίας και πτώση τη στιγμή του ατυχήματος.
- Όταν ο αθλητής σταματήσει ή επιβραδύνει απότομα
- Επίσης μπορεί να συμβεί κατά την ανώμαλη προσγείωση μετά από ένα άλμα
- Από την άμεση σύγκρουση με κάποιον συναθλητή του
- Κατά τον τραυματισμό του ο ασθενής τις περισσότερες φορές αισθάνεται ή ακόμα και μπορεί να ακούσει το χιαστό να σπάει και αμέσως να νιώσει το γόνατο του να μην τον κρατάει. Συνήθως αυτό συνοδεύεται με πόνο και οίδημα ή συλλογή αίματος στην άρθρωση το οποίο γίνεται εμφανές το πρώτο 24ωρο. Ακόμη μπορεί να υπάρξει μείωση του εύρους κίνησης.
Προοδευτικά μετά από κάποιες εβδομάδες το αίμα θα απορροφηθεί και ο πόνος θα μειωθεί έτσι ο ασθενής θα επιστρέψει στις καθημερινές του δραστηριότητες χωρίς ενοχλήσεις.
Όμως δραστηριότητες, όπως είναι η άθληση, είναι πολύ πιθανό να έχει αίσθημα αστάθειας και ανασφάλειας με κίνδυνο να προκαλέσει νέους τραυματισμούς σε άλλα στοιχεία του γόνατος όπως στον αρθρικό χόνδρο ή τους μηνίσκους.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η διάγνωση της ρήξης πρόσθιου χιαστού συνδέσμου γίνεται με λεπτομερή κλινική εξέταση του γόνατος, κυρίως μετά την υποχώρηση του οιδήματος. Αυτό είναι δυνατό να συμβεί είτε αμέσως μετά τη ρήξη (πριν την ανάπτυξη οιδήματος), είτε όταν το γόνατο έχει ξεκινήσει να ξεπρήζεται με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, παγοθεραπεία και φυσικοθεραπευτική καθοδήγηση.
Θα πρέπει να προγραμματιστούν απεικονιστικές εξετάσεις από Ορθοπαιδικό, οι οποίες περιλαμβάνουν απλή ακτινογραφία γόνατος ή/και μαγνητική τομογραφία, έτσι ώστε να αποκλείσουμε τυχόν συνυπάρχουσες κακώσεις στα υπόλοιπα ανατομικά στοιχεία του γόνατος.
ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΤΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ;
Μόνο σε περιπτώσεις πλήρους ρήξης, η χειρουργική αντιμετώπιση είναι συνήθως μονόδρομος. Λαμβάνοντας πάντα υπόψιν την ηλικία, το φύλο, το επάγγελμα και το άθλημα του ασθενούς και με δεδομένο ότι ο πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος δεν επουλώνεται και δεν αποκαθίσταται η λειτουργία του, χρησιμοποιείτε ένα μόσχευμα (από τον ίδιο ασθενή) για την αντικατάσταση του συνδέσμου προκειμένου το γόνατο να γίνει πάλι σταθερό.
Τα μοσχεύματα που χρησιμοποιούνται για την ανακατασκευή είναι οι τένοντες των οπισθιων μηριαίων, μέρος του επιγονατιδικού τένοντα ή σπανιότερα του τετρακεφάλου. Όταν υπάρχουν πολλαπλές συνδεσμικές κακώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθούν συνθετικά μοσχεύματα.
Μιλήστε με τον εξειδικευμένο ορθοπεδικό και ανάλογα την κάκωση, εκείνος θα σας βοηθήσει για την κατάλληλη επιλογή του μοσχεύματος .
Η επέμβαση γίνεται με αρθροσκόπηση χωρίς να ανοιχτεί η άρθρωση του γόνατος, δια μέσου οπών λίγων χιλιοστών.
Η αρθροσκοπική τεχνική έχει πάρα πολλά πλεονεκτήματα διότι:
- είναι λιγότερο τραυματική
- έχει λιγότερο πόνο
- έχει γρήγορη επάνοδο στην καθημερινότητα
- δεν χρειάζεται νοσηλεία
Άμεσα ο ασθενής είναι σε θέση να σταθεί όρθιος, να βαδίσει και να επιστρέψει στην καθημερινότητά του.
Για να ξεκινήσει να αθλείται ο ελάχιστος χρόνος που απαιτείται για τη βιολογική ενσωμάτωση του μοσχεύματος γίνεται σε διάστημα 6-9 μήνες.